- μύδια
- Κοινή ονομασία των μυτίλων, γένους διθύρων μαλακίων της οικογένειας των μυτιλιδών, της τάξης των νηματοβραγχιων. Τα μ. ζουν συγκεντρωμένα σε ομάδες και είναι προσκολλημένα με βύσσο στους βράχους, κάτω από το νερό, κατά μήκος των ακτών. Και τα δύο είδη που απαντιούνται στην Ελλάδα, το μαύρο μ., μυτίλος ο εδώδιμος (mytilus edulis) και το μαλλιαρό μ. του βράχου, όπως λέγεται συνήθως η μοδιόλα η γενειοφόρα (modiola barbata), είναι φαγώσιμα. Το όστρακο παρουσιάζει μια ευθύγραμμη κοιλιακή παρυφή και μία γωνιώδη ραχιαία. Στην εξωτερική του επιφάνεια είναι φανερές οι γραμμές ανάπτυξης του μαλακίου αυτού, ενώ η εσωτερική επιφάνεια είναι λίγο - πολύ μαργαρώδης και φέρει τα ίχνη του μανδύα και των προσαγωγών μυών. Το σώμα δεν παρουσιάζει κεφαλή διαφοροποιημένη, ούτε οφθαλμούς ούτε ξύστρο, ενώ είναι ευδιάκριτα τα τέσσερα ελασματοβράγχια και το πόδι· στη βάση του τελευταίου αυτού βρίσκεται ένας αδένας, που εκκρίνει νήματα - το βύσσο - με τα οποία, όπως αναφέρθηκε, το μ. προσκολλάται στους βράχους. Στη Μεσόγειο θάλασσα είναι διαδεδομένος ο μυτίλος ο γαλλοπροβηγκιανός (mutilus galloprovincialis), με όστρακο μαυροκυανωπό, που έχει μήκος 8 περίπου εκ.· το είδος αυτό, όπως και το όμοιό του, μυτίλος ο εδώδιμος, κοινός επίσης στις ακτές του Ατλαντικού, στη Μάγχη και στη Βόρεια θάλασσα, είναι φαγώσιμο και εκτρέφεται για τον σκοπό αυτό.
Η μυδοκαλλιέργεια γίνεται σε ευρείες παράκτιες λεκάνες - όπου τα νερά είναι γαλήνια, όχι πολύ αλμυρά και πλούσια σε θρεπτικές ουσίες - στις οποίες μεταφέρονται νεαροί μυτίλοι που έχουν παρθεί από φυσικούς μπάγκους. Στον βυθό της λεκάνης μπήγονται παράλληλες σειρές από πασσάλους, από τους οποίους κρέμονται φυτικά σχοινιά ή καλαμωτές. Ύστερα από 10 περίπου μήνες τα μ. φτάνουν στη μεγαλύτερη ανάπτυξή τους· πριν δοθούν στην κατανάλωση πρέπει να μείνουν για ένα διάστημα σε καθαρό νερό για να απαλλαγούν από τη λάσπη, τα παράσιτα και τα παθογόνα μικρόβια.
Πάνω, ένα φυσικό μύδι? κάτω, μύδι που προέρχεται από ειδικό εκτροφείο.
Dictionary of Greek. 2013.